- αρπάζω
- αρπάζω και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ.1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε.2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο.3. λεηλατώ, ληστεύω: Οι εισβολείς αρπάξανε τα πάντα.4. απάγω άνθρωπο βίαια ή δόλια: Άρπαξαν το παιδί έξω από την πόρτα του σπιτιού του.5. ως αμτβ., καίομαι εντελώς ή μόνο εξωτερικά, τσικνίζω: Άρπαξε το σπίτι φωτιά. – Το φαγητό νομίζω πως άρπαξε.6. το μέσο αρπάζομαι ή αρπάχνομαι πιάνομαι από κάπου, συμπλέκομαι: Αρπάχτηκε από ένα θάμνο και σώθηκε. – Ήρθαν σε λόγια κι έπειτα αρπαχτήκανε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.